Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
acting
/ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση;
ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων;
USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
alliance
/əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία;
USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
GT
GD
C
H
L
M
O
alpine
/ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός;
USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
appointed
/əˈpɔɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: καθορισμένος;
USER: διορίζεται, διορίζονται, διοριστεί, διορίστηκε, όρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
appointments
/əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: εφόδια;
USER: ραντεβού, διορισμούς, διορισμοί, συναντήσεις, διορισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assisted
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: επικουρούμενη, βοήθεια, επικουρείται, επικουρούμενο, επικουρούμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
awareness
/əˈweə.nəs/ = NOUN: επίγνωση, γνώση, ενημερότητα, ενημερότης;
USER: επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίηση, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
boulogne
= USER: Μπουλόν, Boulogne, Βουλώνη, Βουλώνης, Μπουλον,
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
brands
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
candidates
/ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος;
USER: υποψηφίων, οι υποψήφιοι, υποψηφίους, υποψήφιοι, των υποψηφίων
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
chairman
/-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής;
USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός
GT
GD
C
H
L
M
O
challenges
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
chief
/tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων;
ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος;
USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
committee
/kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή;
USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
complementary
/ˌkɒm.plɪˈmen.tər.i/ = ADJECTIVE: συμπληρωματικός;
USER: συμπληρωματικός, συμπληρωματικές, συμπληρωματική, συμπληρωματικά, συμπληρωματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
confidence
/ˈkɒn.fɪ.dəns/ = NOUN: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εχεμύθεια, εκμυστήρευση;
USER: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
continue
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
decisive
/dɪˈsaɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: αποφασιστικός, καθοριστικός, κατηγορηματικός;
USER: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
directors
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο
GT
GD
C
H
L
M
O
drive
/draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
effective
/ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων;
USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
electric
/ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
employing
/ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι;
USER: που απασχολούν, απασχολούν, χρησιμοποιώντας, απασχολεί, χρησιμοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
ending
/ˈen.dɪŋ/ = NOUN: κατάληξη;
USER: κατάληξη, λήγει, που λήγει, τελειώνει, έληξε
GT
GD
C
H
L
M
O
exceptional
/ɪkˈsep.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εξαιρετικός;
USER: εξαιρετικός, εξαιρετικές, εξαιρετική, εξαιρετικών, εξαιρετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
executive
/ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός;
NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος;
USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
february
/ˈfeb.ru.ər.i/ = NOUN: Φεβρουάριος, Φλεβάρης;
USER: Φεβρουάριος, Φλεβάρη, Φεβ., Φεβ, Φεβρουάριο
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
firm
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός;
USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
fit
/fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός;
VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω;
NOUN: σπασμός, παροξυσμός;
USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
formula
/ˈfɔː.mjʊ.lə/ = NOUN: φόρμουλα, τύπος, συνταγή;
USER: τύπος, φόρμουλα, συνταγή, τύπου, τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
governance
/ˈɡʌv.ən.ənts/ = USER: διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση, της διακυβέρνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
growth
/ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος;
USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
harnessing
= VERB: ετοιμάζω ίππον, προσδένω, χρησιμοποιώ;
USER: αξιοποίηση, τιθάσευση,
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
held
/held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
highlighting
/ˈhaɪ.laɪt/ = VERB: δίδω έμφασιν;
USER: τονίζοντας, αναδεικνύοντας, υπογραμμίζοντας, επισημαίνοντας, προβολή
GT
GD
C
H
L
M
O
hired
/haɪər/ = NOUN: μισθωτός;
USER: προσέλαβε, προσληφθεί, προσλάβει, προσλαμβάνονται, μισθωμένο, μισθωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
innovation
/ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση;
USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
irreversible
/ˌiriˈvərsəbəl/ = ADJECTIVE: αμετάκλητος, αμετάτρεπτος;
USER: μη αναστρέψιμη, αμετάκλητη, μη αναστρέψιμες, αμετάκλητες, ανεπανόρθωτες
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
june
/dʒuːn/ = NOUN: Ιούνιος;
USER: Ιούνιος, Ιουν., Ιούν., Ιούνη, Ιουν, Ιουν
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
mandate
/ˈmæn.deɪt/ = NOUN: εντολή, πληρεξούσιο, διαταγή;
USER: εντολή, εντολής, θητείας, την εντολή, θητεία
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
million
/ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο;
USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
motors
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
motorsport
/ˈmōdərˌspôrt/ = USER: μηχανοκίνητου αθλητισμού, μηχανοκίνητο αθλητισμό, του μηχανοκίνητου αθλητισμού, motorsport, μηχανοκίνητου,
GT
GD
C
H
L
M
O
mr
/ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.
GT
GD
C
H
L
M
O
multi
/mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
objectives
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο;
USER: στόχοι, στόχων, στόχους, τους στόχους, των στόχων
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
officer
/ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος;
USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
outlook
/ˈaʊt.lʊk/ = NOUN: άποψη, θέα, μέλλουσα κατάσταση;
USER: άποψη, θέα, Outlook, προοπτικές, το Outlook
GT
GD
C
H
L
M
O
oversee
/ˌəʊ.vəˈsiː/ = VERB: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιτηρώ;
USER: επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέπει την, επίβλεψη
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
plan
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
points
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
priorities
/praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης;
USER: προτεραιότητες, προτεραιοτήτων, τις προτεραιότητες, οι προτεραιότητες, προτεραιότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
profitable
/ˈprɒf.ɪ.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: επικερδής, κερδοφόρος, αποδοτικός, επωφελής, προσοδοφόρος;
USER: επικερδής, κερδοφόρος, αποδοτικός, κερδοφόρα, κερδοφόρες
GT
GD
C
H
L
M
O
proposed
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
recommendation
/ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα;
USER: σύσταση, σύστασης, σύστασή, σύσταση του, συστάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
recommends
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστά, συστήνει, συνιστά να, προτείνει, συνιστά την
GT
GD
C
H
L
M
O
releases
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases
GT
GD
C
H
L
M
O
renewal
/rɪˈnjuː/ = NOUN: ανανέωση, παράταση;
USER: ανανέωση, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
renewed
/rɪˈnjuː/ = NOUN: ανανέωση, παράταση
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
review
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
samsung
= USER: samsung, η Samsung, της Samsung, τη Samsung
GT
GD
C
H
L
M
O
sees
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπει, θεωρεί, θεωρεί ότι, βγάζει, κρίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
selling
/ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών;
USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
shareholders
/ˈʃeəˌhəʊl.dər/ = NOUN: μέτοχος, μεριδιούχος;
USER: μετόχους, μετόχων, μέτοχοι, των μετόχων, τους μετόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
steps
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
strategic
/strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό
GT
GD
C
H
L
M
O
strategy
/ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία;
USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για
GT
GD
C
H
L
M
O
strengthen
/ˈstreŋ.θən/ = VERB: ενισχύω, δυναμώνω, εδραιώνω, ανδυναμώνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
submitted
/səbˈmɪt/ = VERB: υποτάσσομαι, υπείκω;
USER: υποβάλλεται, υποβάλλονται, υποβάλλουν, υπέβαλε, υποβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
succession
/səkˈseʃ.ən/ = NOUN: διαδοχή, σειρά, αλληλοδιαδοχή;
USER: διαδοχή, διαδοχικά, διαδοχής, κληρονομική διαδοχή, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
technological
/ˌtek.nəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνολογικός;
USER: τεχνολογικός, τεχνολογικής, τεχνολογική, τεχνολογικές, τεχνολογικών
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
unique
/jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος;
USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
GT
GD
C
H
L
M
O
upcoming
/ˈʌpˌkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ανερχόμενος;
USER: επερχόμενη, επερχόμενες, επερχόμενα, επικείμενες, επερχόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
vector
/ˈvek.tər/ = NOUN: διάνυσμα, άνυσμα;
USER: διάνυσμα, φορέα, φορέας, διανυσματικά, διανυσματικών
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicles
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
151 words